- πρόσοικοι
- πρόσοικοςdwelling near tomasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PASIRA — Graece Πασιρὰ, apud Arrian. in Indicis, urbs est in ora Ichthyophagorum, Λιμήν τε ἐςτὶν αὐτόθι ἔυορμος, καὶ κώμη Πασιρὰ, ἀπέχουσα τῆς ςθαλάσσης ἑζήκοντα ςταδίους καὶ οἱ πρόσοικοι αὐτῆς Πασιρέες, Portus eft ibi commodus et vicus Pasira, a mari 60 … Hofmann J. Lexicon universale
πρόσοικος — ον, Α 1. αυτός που κατοικεί κοντά σε κάποιον, ο γείτονας 2. (για τόπο) όμορος, γειτονικός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρόσοικος (ενν. χώρα) η γειτονική χώρα 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πρόσοικοι οι γείτονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + οἶκος (πρβλ. πάρ… … Dictionary of Greek